- συμμαθητεία
- η, Ν [συμμαθητεύω]1. η ιδιότητα τού συμμαθητή, το να είναι κανείς συμμαθητής κάποιου2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κανείς συμμαθητής κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμμαθητεία — η το να είναι κάποιος συμμαθητής ή το διάστημα κατά το οποίο είναι κάποιος συμμαθητής με έναν άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)